- χελιδονισμοῦ
- χελιδονισμόςsinging of the swallow-songmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χελίδονίζω — ΝΜΑ [χελιδών, όνος] 1. τερετίζω σαν χελιδόνι, φλυαρώ ακατάπαυστα 2. τραγουδώ το τραγούδι τού χελιδονισμού από πόρτα σε πόρτα («εἶδος δὲ τι τοῡ ἀγείρειν χελιδονίζειν οἱ Ῥόδιοι καλοῡσιν», Αθήν.) … Dictionary of Greek